- λεγεωνάριος
- ο (Α επιγρ. λεγιονάριος και ληγιωνάριος)ο μάχιμος οπλίτης τής λεγεώναςνεοελλ.στον πληθ. οι λεγεωνάριοια) Αμερικανοί απόμαχοι τού Α' Παγκόσμιου πολέμου που οργανώθηκαν σε τοπικούς συλλόγους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τουςβ) τα μέλη τής γαλλικής Λεγεώνας τών Ξένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. legionarius < λατ. legio «λεγεώνα»].
Dictionary of Greek. 2013.