λεγεωνάριος

λεγεωνάριος
ο (Α επιγρ. λεγιονάριος και ληγιωνάριος)
ο μάχιμος οπλίτης τής λεγεώνας
νεοελλ.
στον πληθ. οι λεγεωνάριοι
α) Αμερικανοί απόμαχοι τού Α' Παγκόσμιου πολέμου που οργανώθηκαν σε τοπικούς συλλόγους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους
β) τα μέλη τής γαλλικής Λεγεώνας τών Ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. legionarius < λατ. legio «λεγεώνα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λεγεωνάριος — ο στρατιώτης της λεγεώνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Asterix the Legionary — Infobox Asterix Title=Asterix the Legionary Frenchtitle=Asterix Legionnaire Story=Rene Goscinny Illustrations=Albert Uderzo FrenchDate=1967 EnglishDate=1970 Preceded= Asterix and the Normans Followed= Asterix and the Chieftain s Shield | Asterix… …   Wikipedia

  • λεγιονάριος — λεγιονάριος, ὁ (Α) επιγρ. βλ. λεγεωνάριος …   Dictionary of Greek

  • ληγιωνάριος — ληγιωνάριος, ὁ (Α) βλ. λεγεωνάριος …   Dictionary of Greek

  • ταγματικός — ή, όν, Α [τάγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τάγμα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ταγματικός λεγεωνάριος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταγματικόν τάγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”